- υπεραμμωνιαιμία
- η, Νιατρ. αύξηση τής περιεχόμενης στο αίμα αμμωνίας με τη μορφή ανθρακικού αμμωνίου που παρατηρείται σε ίκτερους βαριάς μορφής και στο ηπατικό κώμα και η οποία προκαλεί βαριές πεπτικές και νευρικές διαταραχές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperammoniemia < hyper- (< υπερ-*) + -ammoni- (πρβλ. αμμωνία) + -emia (< -αιμία < αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.